- στιβίη
- ἡ, Αβλ. στιβεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιβίῃ — στιβίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβίης — στιβίη fem gen sg (epic ionic) στιβιάω freeze imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβία — στιβίᾱ , στιβίη fem nom/voc/acc dual στιβίᾱ , στιβίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στιβίᾱ , στιβιάω freeze pres imperat act 2nd sg στιβίᾱ , στιβιάω freeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… … Dictionary of Greek